- χαλαζοβριθής
- -ές, Νγεμάτος χαλάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. αστερο-βριθής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα 'Αστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek